αποτιμησις

αποτιμησις
    ἀποτίμησις
    ἀπο-τίμησις
    -εως ἥ
    1) залог имущества, ссуда под залог имущества Dem.
    2) цензовая перепись
    

(πολιτῶν Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αποτιμησις" в других словарях:

  • ἀποτίμησις — pledging of a property fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτιμήσει — ἀποτίμησις pledging of a property fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποτιμήσεϊ , ἀποτίμησις pledging of a property fem dat sg (epic) ἀποτίμησις pledging of a property fem dat sg (attic ionic) ἀποτιμάω fail to honour aor subj act 3rd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτιμήσεις — ἀποτίμησις pledging of a property fem nom/voc pl (attic epic) ἀποτίμησις pledging of a property fem nom/acc pl (attic) ἀποτιμάω fail to honour aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) ἀποτιμάω fail to honour fut ind act 2nd sg (attic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτίμησιν — ἀποτίμησις pledging of a property fem acc sg ἀποτιμάω fail to honour pres ind act 3rd sg ἀποτί̱μησιν , ἀποτιμάω fail to honour pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτίμηση — η (AM ἀποτίμησις) νεοελλ. υπολογισμός και καθορισμός της αξίας ενός πράγματος, εκτίμηση αρχ. μσν. αξία, αντίτιμο αρχ. 1. ενεχυριασμός περιουσίας, υποθήκευση 2. απογραφή πληθυσμού …   Dictionary of Greek

  • ἀποτιμήσεων — ἀποτιμήσεω̆ν , ἀποτίμησις pledging of a property fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτιμήσεως — ἀποτιμήσεω̆ς , ἀποτίμησις pledging of a property fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»